- ξεσπιτώνω
- 1. διώχνω κάποιον με βίαιο, συνήθως, τρόπο από το σπίτι του, αναγκάζω κάποιον να αφήσει το σπίτι του2. διώχνω κάποιον από την πατρική του εστία, αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει την πατρίδα του, εκπατρίζω3. (το μέσ.) ξεσπιτώνομαι- αλλάζω τόπο κατοικίας4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσπιτωμένος, -η, -οα) αυτός που διώχθηκε από το σπίτι ή από την πατρίδα τουβ) αυτός που έχει στερηθεί την οικογένεια του λόγω θανάτου ή εγκατάλειψης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + σπίτι].
Dictionary of Greek. 2013.